κοσμοκομης

κοσμοκομης
    κοσμοκόμης
    κοσμο-κόμης
    -ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий
    

(κτείς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοσμοκομης" в других словарях:

  • κοσμοκόμης — κοσμοκόμης, ου, ὁ (Α) (για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο κόμης, κισσο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκόμην — κοσμοκόμης dressing the hair masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»